συνορίζομαι

συνορίζομαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συνορίζομαι" в других словарях:

  • συνορίζομαι — Ν βλ. συνερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • συνορίζομαι — βλ. συνερίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνορίζω — ΜΑ [ὁρίζω] μέσ. συνορίζομαι στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.) αρχ. 1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω 2. (με δοτ.) συνορεύω 3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»