συνορίζομαι
Смотреть что такое "συνορίζομαι" в других словарях:
συνορίζομαι — Ν βλ. συνερίζομαι … Dictionary of Greek
συνορίζομαι — βλ. συνερίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον … Dictionary of Greek
συνορίζω — ΜΑ [ὁρίζω] μέσ. συνορίζομαι στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.) αρχ. 1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω 2. (με δοτ.) συνορεύω 3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο … Dictionary of Greek